- ηλιοτυπία
- η фото гелиотипия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιοτυπία — η ηλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliotype < helio (πρβλ. ήλιο *) + type (πρβλ. τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Κ. Σιμωνίδη] … Dictionary of Greek
ηλιοτυπία — η προβαθμίδα της ηλιογραφίας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek